- ὁμήρευμα
- ὁμήρευμαhostageneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομήρευμα — ὁμήρευμα, τὸ (Α) [ομηρεύω (Ι)] ενέχυρο, εγγύηση … Dictionary of Greek
ὁμηρεύμασι — ὁμήρευμα hostage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρεύματα — ὁμήρευμα hostage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)